- σκληραγωγίᾳ
- σκληραγωγίᾱͅ , σκληραγωγίαhardy trainingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληραγωγία — σκληραγωγίᾱ , σκληραγωγία hardy training fem nom/voc/acc dual σκληραγωγίᾱ , σκληραγωγία hardy training fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγία — ΝΜΑ [σκληραγωγῶ] σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.) νεοελλ. ιατρ. ο εθισμός τού οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση τής … Dictionary of Greek
σκληραγωγία — η εθισμός σε κακουχίες: Οι νέοι πρέπει να υποβάλλονται σε σκληραγωγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκληραγωγίας — σκληραγωγίᾱς , σκληραγωγία hardy training fem acc pl σκληραγωγίᾱς , σκληραγωγία hardy training fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγίαν — σκληραγωγίᾱν , σκληραγωγία hardy training fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγίαις — σκληραγωγία hardy training fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληραγωγικός — ή, ό, Ν [σκληραγωγώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληραγωγία ή που συντελεί στη σκληραγωγία … Dictionary of Greek
жестоковождение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σκληραγωγία) суровый образ жизни … Словарь церковнославянского языка
αφειδία — η (AM ἀφειδία) [αφειδής] έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά (αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος) μσν. η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας … Dictionary of Greek
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek